Στη θεραπεία ζεύγους τα δύο μέλη που αποτελούν το ζευγάρι προσέρχονται ταυτόχρονα στη συνεδρία και θέτουν από κοινού τα ζητήματα που τους απασχολούν. Η παρέμβαση αφορά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο τα μέλη του ζευγαριού σχετίζονται μεταξύ τους και έχουν μάθει να επικοινωνούν και να αλληλεπιδρούν.
Η θεραπεία εστιάζει στη σχέση, στους ρόλους που το κάθε μέλος αναλαμβάνει και εκπληρώνει εντός αυτής, στις φανερές ή κεκαλυμμένες προσδοκίες που ο καθένας έχει για τον εαυτό του, τον άλλο αλλά και την ίδια τη σχέση.
Ο καθένας έρχεται σε επαφή με τα δικά του βιώματα τα οποία μπορεί και να αποτελούν σημεία τριβής ή διαφωνίας ανάμεσα στα μέλη του ζευγαριού αλλά ταυτόχρονα έχουν συντελέσει με κάποιο τρόπο στην ένωση των δύο ατόμων. Αποκαλύπτονται και διασαφηνίζονται τα προσωπικά αιτήματα για αλλαγή, ενώ σταδιακά το ζευγάρι μαθαίνει να αφήνει χώρο και χρόνο πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέλος ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε περιόδου. Αυτό συμβαίνει τόσο εντός της θεραπείας όσο και στην καθημερινή ζωή.
Επίσης, μέσα από την αφήγηση του κάθε μέλους το έτερο μέλος μαθαίνει να αφουγκράζεται και να αναγνωρίζει τις ανάγκες του άλλου ατόμου ξεχωριστά, αλλά και να αναγνωρίζει δικά του κομμάτια που μπορεί να συνδέονται με κάποιο τρόπο με το κομμάτι του άλλου που επιχειρεί την αλλαγή. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η ευκαιρία για καλύτερη επαφή, ουσιαστικότερη επικοινωνία και ενισχύεται η εξέλιξη του κάθε μέλους αφού πότε ο ένας και πότε ο άλλος ο καθένας εναλλάσσεται στη θέση είτε αυτού που απολαμβάνει τη ζεστασιά της σχέσης και αντλεί την ασφάλεια που πιθανά να μην είχε βιώσει στο παρελθόν επαρκώς είτε αυτού που θα κάνει την υπέρβαση που από καιρό εις καιρό χρειάζεται για την προσωπική του ανάπτυξη.